Ναυκράτιος

Ναυκράτιος
Ναύκρατις
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ναυκράτιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Όσιος, τον οποίο ο Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι είχε αδελφό το Μεγάλο Βασίλειο. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Ιουνίου. 2. Ηγούμενος στο μοναστήρι του Στουδίου από το 842. Υπήρξε μαχητικότατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”